Αναπνοή.

•26 Φεβρουαρίου, 2009 • 1 σχόλιο

 

us

Για τον τρόπο που γίνεσαι αέρας μου,

Γιατί όλα όσα θέλησα είσαι εσύ.

Γιατί όσα έχω ζήσει έχουν άξονα εσένα.

Σε κοιτώ που κοιμάσαι. Αναπνοή.

Καληνύχτα, αγάπη μου…

Ελπίδα.

•29 Ιανουαρίου, 2009 • 11 Σχόλια

flower1

Αλλαγή εποχής. Έτους. Συνηθειών. Ανθρώπων. Σπιτιού. Μαζί με τα ρούχα σε κάθε αλλαγή εποχής, φυλάσσω και κάποια από τα συναισθήματά μου. Κάπου στην αρχή του χειμώνα φύλαξα τον ενθουσιασμό, τη ζεστασιά, την επιμονή, την ελπίδα. Κράτησα την υπομονή και την καρτερία, και την αγάπη για πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα.

Άλλαζε ο χρόνος και με βρήκε μόλις να έχω γυρίσει από τη δουλειά. Με μηδενική ελπίδα, με μηδενική πίστη, με ανύπαρκτα όνειρα. Με τηλεφωνήματα και μηνύματα που δεν ήθελα να δεχθώ, αλλά δέχθηκα. Με τηλεφωνήματα και μηνύματα που δεν ήθελα να στείλω, αλλά έστειλα. Κάπου εκεί έπιανα τον εαυτό μου να κοιτά απορημένος όχι μόνο τα εισερχόμενα, αλλά και τα εξερχόμενα. Ευχές που έρχονταν απλά για να έρθουν. Ευχή που έδινα από την καρδιά μου. Υγεία. Όλα τα υπόλοιπα τα διάβαζα και απορούσα κατά πόσον κατέχω την Ελληνική, και κατά πόσο αυτοί που τα έγραφαν είχαν μπει στην πρίζα, σαν τα φωτάκια του δέντρου, και έγραφαν τέτοια πράγματα. Καμία ουσία. Η Αθήνα να καίγεται, ένα κράτος να διαλύεται, οι διαπροσωπικές μας σχέσεις να περνούν δια πυρός και σιδήρου και οι ελαφρότεροι απλά να αδιαφορούν και να ψυχανεμίζονται μέσα σ’ένα κλίμα γιορτινό, κι εγώ να διαβάζω κλεμμένα στιχάκια πολλαπλής αναπαραγωγής και αντιγραφής και να κουνάω το κεφάλι μου, περισσότερο για να πιστέψω τα όσα γίνονται τριγύρω μου, παρά για να βεβαιωθώ ότι εξακολουθώ να κάνω τη συγκεκριμένη κίνηση.

Νέο έτος. Χιονοστοιβάδα γεγονότων. Μάλλον έδωσα τόσο εγκάρδια τις ευχές για υγεία στους γύρω μου, που στέρεψαν στο δικό μου σπίτι. Δύο χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Δύο χαστούκια στο πρόσωπο τόσο δυνατά, που πόνεσε η καρδιά κι όχι τα μάγουλα. Έμαθα για πρώτη φορά στη ζωή μου τί σημαίνει ζητάω χάρη. Το έκανα. Με έμαθαν πάντα να δίνω και ποτέ να μη ζητάω. Λάθος. Ήξερα από που να ζητήσω και ποιοί θα στέκονταν άνθρωποι στη δύσκολη στιγμή μου. Ήξερα και από πού να μη ζητήσω για να μην ακούσω αμπελοφιλοσοφίες και να μην έχω περαιτέρω φόρτο ανούσιων τηλεφωνημάτων. Έκανα τον απολογισμό μου και έβγαλα τα συμπεράσματά μου.

Έμαθα και κάτι πολύ σπουδαίο. Ότι ακόμη κι όταν έχεις βάλει την ελπίδα στη ναφθαλίνη, μόνο εκείνη μένει δίπλα σου όταν όλα μοιάζουν να γκρεμίζονται. Εκείνη είναι που γεννά ξανά την αγάπη και τη ζεστασιά μέσα σου, ενώ επί χρόνια έψαχνες τρόπο να ξεπαγώσεις το μέσα σου. Και μαζί μ’εκείνη, η πίστη στον Θεό, είναι που από τις στάχτες γεννούν δύο θαύματα, που μόνο ως τέτοια μπορείς να τα αντιμετωπίσεις.

Ελπίδα. Για μένα. Για σένα. Για όλους. Μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Έπεσα. Πόνεσα. Τί σημασία έχει; Ξανασηκώνομαι. Τινάζομαι. Προχωράω μπροστά. Με όπλα την ελπίδα και την πίστη. Κι όμως, έχει λιακάδα!

Όχι καλή χρονιά. Καλύτερη ζωή. Πιό ανθρώπινη. Εμπέδωσέ το. Καλή Χρονιά δεν θα ξανακούσεις από μένα. Ούτε Χρόνια Πολλά. Χρόνια Καλά. Μόνο. Για όσο θέλει Εκείνος.

Το κείμενο αφιερώνεται στον Α. και την Γ., που είναι κομμάτια μου.

Μπλέ.

•25 Μαΐου, 2008 • 23 Σχόλια

Είναι η φωνή σου τις ώρες που παίρνει την ηχώ του μπλέ. Το χρώμα της ζωής μας.

Είναι τα όνειρά μου που παίρνουν τη μορφή του γέλιου σου. Ο ήχος της ζωής μας.

Είναι το μπλέ της θάλασσας, το μπλέ του ουρανού, που είναι εσύ κι εγώ. Το παζλ της ζωής μας.

Είναι οι ώρες θαλασσιές, καραβάκι η λαχτάρα μου, γαλάζια η ελπίδα, μπουνάτσα το καρδιοχτύπι.

Είναι που ξεκλείδωσα και σ’άφησα να ξεκλειδώσεις κι εσύ. Είναι το ρίσκο που φοβόμουνα να πάρω, και συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να ζω χωρίς το μπλέ σου, θαρρείς κορμί χωρίς πνοή, καρδιά χωρίς τον χτύπο, ψυχή χωρίς λεπτή, χρυσή κλωστή.

Είναι που μού λείπεις, και μπόρεσα να βάλω την απουσία σου σε μέτρο. Είναι η ανάσα σου που πιά μού δείχνει πόσο με θες, και η σιωπή σου ακόμη, μάρτυρας πως αντέχεις για ν’αντέξω κι εγώ.

Είναι η θάλασσα εκείνη που σ’αγκάλιασε, και μένω να την κοιτώ για ώρες, να σε χαζεύω και να μην πονάω που είσαι μακριά μου. Είναι ο ήλιος, που καίει με όλη του τη δύναμη, και κάθομαι με τις ώρες. Έτσι νιώθω σαν να είμαι μέσα στην αγκαλιά σου.

Είναι που είναι τόσα αυτά που θέλω να σου πω, κι ακόμα τόσα αυτά που θέλεις να μου πεις, που μετρώ τις μέρες στο κελί της απουσίας σου. Είναι που όσο μακριά κι αν είσαι, έχεις τον τρόπο να είσαι εδώ, μέσα μου και να κυκλοφορείς, αίμα μου, ανάσα μου, καρδιά μου.

Είναι που προσπαθώ τις μέρες να τις ζω όσο πιό έντονα μπορώ, κι είναι που προσπαθώ τα βράδια να σου μεταφέρω όσα περισσότερα μπορώ, μέχρι να’ρθεις κοντά μου να ζήσουμε τα πάντα μαζί, ξανά και ξανά, νέα και παλιά, παλιά και νέα.

Είναι που κολυμπάω στο Μπλέ, και χάνεται η βαρύτητα κι οι νόμοι, και μπορώ να επιπλέω. Πιά.

Είναι ο κόμπος στο λαιμό αυτό που μένω να σου κρύβω, για να μην σταματήσω ν’ακούω το γέλιο σου, κι ας πονάω πιό πολύ που δεν μπορώ να μοιραστώ τον πόνο. Αρκούμαι να κλέβω τη λαχτάρα, να την νανουρίζω και να ξυπνά αγάπη.

Είναι που όσα κι αν σου γράφω, δεν θα μπορέσω να αποδώσω όσα νιώθω. Είναι που μένω να μετρώ τις ώρες μέχρι να’ρθεις κοντά μου, να γίνεις κόσμος μου, αέρας κι ουρανός μου, αστέρι και φεγγάρι μου, ήλιος και θάλασσά μου. Είναι τότε που θα με κλείσεις στην αγκαλιά σου, που θα μ’αγγίζεις και θ’ανασαίνεις την ανάσα μου κι εγώ τη δική σου θα εκπνέω, που θα μπορέσω μιά στιγμή να αφεθώ, σαν ακυβέρνητο καράβι στη φουρτούνα σου.

Είναι που καλοκαίριασε, κι αφήνομαι στις καλησπέρες της ευτυχίας που θα βρω στις αποσκευές σου.

Είναι που είσαι το Μπλέ μου, κι εγώ το Μπλέ σου, θάλασσα κι ουρανός, κι είναι που ξαναβρήκαμε όλες τις αποχρώσεις του. Τέσσερα γράμματα το χρώμα μας, πέντε γράμματα η ζωή μου, Εσύ.

Είναι που πιά δεν εύχομαι το Πάντα. Είναι που πιά αγάπησα το Όσο, και κλείδωσα σε σένα τα όνειρά μου. Είναι τώρα που μπορώ να Ζω.

Κι είναι που οι μέρες μακριά σου βραδιάζουν νύχτες νοσταλγίας…

Everloving.

•18 Μαΐου, 2008 • 3 Σχόλια

Μύρισε καλοκαίρι…

Σε περιμένω. Να σε μυρίσω. Μόνο τότε θα καλοκαιριάσει μέσα μου…

 

Νέα ρότα.

•11 Μαΐου, 2008 • 3 Σχόλια

Ποτέ δεν κατάφερα να βρω τον τρόπο να αποτυπώνω τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου στο βαθμό που θα ήθελα.

Πάντα κάτι έλειπε, κι αυτό το κάτι λέω να το ονοματίσω «χρόνο».

 

Πολυδιάστατη έννοια.

Άλλοτε δεν έχω τον χρόνο να καταγράψω όσα θέλω τη στιγμή που τα νιώθω.

 

 

Άλλοτε συμβαίνει να θέλω να το κάνω μεταχρονολογημένα, και τότε να συνειδητοποιώ πως δεν έχει πια σημασία να το κάνω, αφού πέρασαν και συμβαίνουν άλλα. Κι άλλοτε πάλι, να μη θέλω απλά να γράψω, γιατί ο πραγματικός χρόνος που συμβαίνουν τα πράγματα (ας το ονοματίσω «τώρα») και ο χωροχρόνος που εγώ κινούμαι όχι απλά να μη συγκλίνουν, αλλά να μοιάζουν σαν δύο διαφορετικές ζωές δύο διαφορετικών ανθρώπων, που δεν συναντήθηκαν ποτέ κι αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, ακόμη – ακόμη.

 

Στις φάσεις αυτές που αφορούν στον χρόνο, υπάρχω κι εγώ. Που πάντα η ζωή με πάει εκεί όπου θέλει εκείνη, εκεί όπου θα συναντήσω κάτι ή κάποιον από το γραμμένο μου, τον άγνωστο και αστάθμητο αυτό παράγοντα. Βρήκα τη δουλειά που πάντα ονειρευόμουν να βρω. Τη δουλειά που ήταν ο λόγος να σπουδάσω αυτό που σπούδασα. Τη δουλειά που θα μπορούσα να απασχολούμαι 24 ώρες το 24ωρο αδιαμαρτύρητα, γιατί πολύ απλά με γεμίζει, γεννήθηκα γι’αυτήν. Μοναδική προϋπόθεση, να μετοικήσω σε νησί για σεζόν, για επτά μήνες, μέχρι τέλη Οκτώβρη. Δύσκολο συναισθηματικά. Αφήνω πίσω γονείς, σύντροφο, φίλους, το σπίτι μου, όλα όσα αγαπάω και είμαι δεμένη μαζί τους. Αφήνω. Αφήνω; Έγινε το κλικ μέσα στο κεφάλι μου. Ναι, αφήνω. Για να μπορέσω να χτίσω πάνω σε όσα κόπιασα τόσα χρόνια σπουδάζοντας. Για να μην ξανακούσω ποτέ τη φράση «Με τέσσερις σελίδες βιογραφικό και τόσα πτυχία, τι να σας κάνουμε; Θέλουμε λιγότερα προσόντα» και να μην ξαναπάθω απανωτά εγκεφαλικά.

 

Τα μάζεψα κι έφυγα. Σε 2 μέρες έγιναν όλα. Ενημέρωσα μόνο όσους αγαπάω πολύ και όσους πίστευα πως αξίζει να ενημερώσω. Υπήρχαν και κάποιοι που «έπρεπε» να ενημερώσω και απλά το έκανα. Όσοι με αγαπάνε έτσι όπως θέλω να αγαπιέμαι, πέταξαν από τη χαρά τους, στεναχωρήθηκαν όμως που θα είμαστε μακριά αυτούς τους μήνες. Εκείνος… εκείνος απλά θυμωμένος. Πάλι. Γιατί είναι η δεύτερη φορά που η σχέση αυτή προσπαθεί να αντεπεξέλθει με τον παράγοντα απόσταση. Πάλι από φευγιό δικό μου. Την πρώτη για σπουδές και τώρα για δουλειά. «Είναι άλλο να ταξιδεύεις όπως εγώ για τη δουλειά πού και πού και να λείπεις 2-3 μέρες, κι άλλο να παγώνεις τα πάντα φεύγοντας για 6 μήνες». Ακούω τα παράπονα σιωπηλή. Λες και δεν ξέρει ότι εκείνος που παίρνει την απόφαση πονάει πιο πολύ. Σαν να διαβάζει τη σκέψη μου, μού απαντά «Λες και δεν ξέρεις ότι εκείνος που μένει, υπομένει και περιμένει, αγαπάει πιο πολύ». «Σαν Ζυγός που είσαι, ζυγίζεις ακόμη και την αγάπη, που ξέρεις πως δεν έχει μέτρο», του απαντώ θυμωμένη.

 

Φτάνω στο νησί. Ταλαιπωρούμαι επί δύο εβδομάδες με διάφορες αντιξοότητες, πρακτικού και θεωρητικού χαρακτήρα. Καταφέρνω ωστόσο ένα πράγμα: να πέφτω κατάκοπη αργά κάθε βράδυ για ύπνο. Χωρίς σκέψεις, χωρίς τίποτα. Άδεια. Μα τόσο γεμάτη!

 

Ψάχνουμε σπίτι να ενοικιάσω στην πρωτεύουσα του νησιού. Μετά από πολλά ραντεβού και πολλά διαμερίσματα, το αφήνω εν λευκώ στους συνεργάτες μου να μου βρουν ένα, αρκεί να είναι κοντά στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας, και να είναι αξιοπρεπές. Και δες, ένα σπιτάκι ούτε μικρό ούτε μεγάλο, με θέα το λιμάνι βρέθηκε, με σιδερένια καγκελωτή εξώπορτα (πορτόνι το λέμε στην Κέρκυρα) και γραμματοκιβώτιο θαρρείς άλλης εποχής, και λουλούδια παντού, και γέμισε η καρδιά μου χαρά. Στο σπίτι μένω ένα ή δύο βράδια την εβδομάδα, το πολύ. Γυρνάω συνέχεια όλο το νησί λόγω δουλειάς, και κάθε βράδυ είμαι και σε διαφορετικό ξενοδοχείο. Το σπίτι, όμως, είναι το σημείο εκκίνησης κι επιστροφής. Έτσι το βλέπω, ως ένα σημείο αναφοράς. Σαν ένα σταθερό άξονα. Απέναντί του βρίσκεται και μια εκκλησιά, μεγάλη και όμορφη, εκεί όπου πέρασα τη νύχτα της Ανάστασης, από νωρίς το βράδυ ως τα ξημερώματα. Μοίραζαν κι αυγά, τσουρέκι. Χαζά πράγματα για τους πολλούς, απλά και όμορφα για μένα.

 

Κι είναι καλοκαίρι εδώ σ’ετούτον τον τόπο, από την ώρα που πάτησα το πόδι μου. Η μεγαλύτερη ομορφιά που βλέπω κάθε μέρα, είναι μια συγκεκριμένη παραλία, που όπως περνάω με το αυτοκίνητο και την χαζεύω, αφαιρούμαι. Την ώρα που πέφτει ο ήλιος στα νερά της, βλέπεις διαμάντια μαζεμένα, γαλαζοδιάφανα στολίδια παιχνιδιάρικα ανεκτίμητης αξίας, και νιώθω τυχερή που ζω και βλέπω τόση ομορφιά ξανά και ξανά. Κι είναι ευλογία να ζω και ν’αναπνέω αυτόν τον τόπο που τόσο αγαπώ, και είναι οι μισές μου ρίζες από εδώ. Όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο δικό μου τον νιώθω τούτο τον τόπο, αγαπώ τα πάντα του και δένομαι. Αυτό δεν έκανα πάντα; Δενόμουν με ό,τι ερχόμουν σε επαφή. Το πλήρωνα πάντα, και θα το πληρώνω αυτό…

 

Κι είναι και μια Παρασκευή… κι είναι ένα ξημέρωμα Σαββάτου… κι είναι και ένας τριψήφιος αριθμός: 329. Μια ανάσα ύπαρξης δίπλα σε ένα ολοστρόγγυλο παραθυράκι, ομοίωμα φινιστρινιού πλοίου, με θέα ένα μαύρο, βελούδινο ουρανό κεντημένο μ’αστέρια… εγώ να τα ψάχνω, εσύ να τα βλέπεις, και να μου λες «να τα» και να πιάνεις το δάχτυλο μου και ν’ακουμπάς νοερά τον ουρανό. Η μουσική να ταξιδεύει το μυαλό κι εγώ να το χάνω. Η μοναδική ανάσα ύπαρξης εδώ και καιρό. Έρωτας. Πάθος. Χάσιμο. Υπενθύμιση: Η ευτυχία είναι μια στιγμή. Τυχαία. Συμβαίνει όποτε το αποφασίσει εκείνη, κι όποτε εσύ δεν το περιμένεις… Και συμβαίνει για να σε κάνει, στο μεσοδιάστημα της ανυπαρξίας της, να ονειρεύεσαι και να ελπίζεις να ξανασυμβεί. Σαν τα πυροτεχνήματα που έβλεπα χθες βράδυ και δάκρυσα χωρίς να ξέρω το γιατί. Ή μάλλον ήξερα. Κάποιοι γιόρταζαν τη στιγμή της κοινής τους ευτυχίας. Τη γιόρταζαν φανερά, να τη δουν κι άλλοι άνθρωποι στον εβένινο ουρανό και να ονειρευτούν κι εκείνοι μαζί τους, για κάτι δικό τους… Τότε εγώ τι κάνω και κυνηγάω την ευτυχία, θέλοντας να την κατακτήσω σε μόνιμο επίπεδο; Είναι αυτά που προσπαθώ χρόνια να διαλευκάνω, είναι όλα όσα δεν μπορώ ποτέ να εξηγήσω με λόγια στον έρωτα, και τελικά παραμένω μια γυναίκα σιωπηλή και απρόσιτη. Είναι όλα αυτά που εκείνος ξέρει…

 

Κι είναι και μια άλλη Παρασκευή… κι είναι ένα ξημέρωμα Σαββάτου… κι είναι και ένας μονοψήφιος αριθμός: 2. Εκεί όπου με στριμώχνεις σε μία γωνία λεκτικά και δεν ξέρω τι να κάνω. Είναι εκεί που όλο σ’αφήνω να μ’αφήσεις. Κι εσύ δεν το κάνεις. Κι εγώ δεν ξέρω αν θέλω να το κάνεις, ή αν θέλω πάντα να με κρατάς. Μοναδικό μου επιχείρημα, ο χρόνος. Κι εσύ γελάς, και λες πως ο χρόνος για μας τ’αυξάνει όλα, δεν τα φθίνει. Και ξαφνικά σοβαρεύεις. Η απόσταση. Και αρχίζεις σαν ποταμός τα παράπονα και τον θυμό σου. Εκεί σωπαίνω, εκεί επαναλαμβάνω δικαιολογίες και κλείνομαι στον εαυτό μου, αυτό που πάντα μισούσες και δεν μπορώ ν’αλλάξω.

 

Εκεί πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά. Ξυπνάω στις έξι, ξεκινάω δουλειά στις επτά, τελειώνω στις δώδεκα, κοιμάμαι στη μία για να ξυπνήσω ξανά στις έξι. Δεν νιώθω το κορμί μου από την κούραση. Δεν σκέφτομαι γιατί έχω εξαντληθεί. Σ’αυτή την κατάσταση, βρίσκω ηρεμία σε μένα την ίδια. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω σε προσωπικά τηλεφωνήματα, ούτε να κάνω, ούτε μηνύματα, ούτε τίποτα. Μόνο δουλειά. Μόνο ανάγκη να προσφέρω και να γεμίσω από όλο αυτό το απροσδιόριστο μέσα μου. Για όλα όσα δεν μπορώ να φέρω στα μέτρα που επιθυμώ σε προσωπικό επίπεδο, το καταφέρνω σε επαγγελματικό. Νιώθω δύναμη που γεμίζει τα συναισθηματικά μου κενά, και πέφτω σε ύπνο χωρίς όνειρα και χωρίς σκέψη. «Ποιές μέρες θέλεις ρεπό;», με ρώτησαν. Μόνο που δεν έβαλα τα γέλια. Τι να το κάνω το ρεπό; Για να σκέφτομαι; Όχι, ευχαριστώ. Δεν θα πάρω. Έτσι, από τη μέρα που ήρθα στο νησί, έχω πάρει ρεπό μόνο μία μέρα, κι έχω δουλέψει 30 μέρες συνεχόμενα.

 

Η μόνη δυσκολία είναι κάποια δευτερόλεπτα πριν το ταξίδι μαζί με τον Μορφέα, εκεί όπου οι ανάγκες κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε βαθμό πνιγμού. Εκεί πονάω. Μόνο τότε. Είναι η τυραννία των δευτερολέπτων… Όλα δικά μου, μα όλα ξένα…

 

[to be continued…]

Για Σένα

•28 Μαρτίου, 2008 • Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Για Σένα

pair.jpg

Χωρίς άλλα λόγια. Γιατί κάποια πράγματα απλά σε αφήνουν με κομμένη την ανάσα, και το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να παρακαλάς να μην ξυπνήσεις από το όνειρο που ζεις.

Όνειρα γλυκά.

Κάπως έτσι

•22 Μαρτίου, 2008 • 12 Σχόλια

cloudlady.jpg

Κάπως έτσι περνά ο καιρός.

Με μένα να σιωπώ μέσα από τα χαμόγελά μου και τ’αστεία μου. Μιά νέα πτυχή του εαυτού μου έχει καταλάβει τα σκοτάδια μου. Τα φώτισε και τα καθησύχασε. Σαν το παιδί που ζητά λίγο φως τη νύχτα. Τού φτάνει για να μη νιώθει μοναξιά, τού φτάνει για να νιώθει ασφάλεια μακριά από τη γονεϊκή παρουσία.

Κάπως έτσι κοιμάμαι.

Με τα φώτα σβηστά και το μυαλό άδειο, μα συνάμα τόσο γεμάτο. Γεμάτο αναμνήσεις, νέες εικόνες, χαρά, γαλήνη. Κοιμάμαι και χαμογελώ. Τα παλιά ξεθωριάζουν σιγά-σιγά μέσα μου. Αν μπορούσα να τα βάλω σε μία εικόνα, θα είχε τη μορφή ξεθωριασμένης, παλιάς, ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Από ‘κείνες που ναι μεν αγάπησες, μα ο χρόνος σε βοηθά να κλειδώσεις στο μπαουλάκι σου. Έχεις τη φωτογραφική σου έτοιμη ανά πάσα στιγμή και ένα αδιάκοπο κλικ! τραβά συνεχώς. Τί να τις κάνεις τις παλιές; Μόνο ν’αναπολήσεις μπορείς καμιά φορά. Εκεί που μεταξύ ευθυνών, υποχρεώσεων, γέλιων, ξυπολισιάς, του τηλεφώνου που δεν σταματά να χτυπά, ενός μηνύματος στο κινητό που σε κάνει να χαμογελάς μα δεν απαντάς, εκεί που πλέον αφήνεις ανοιχτά τα παράθυρα γιατί, ναι, είναι Άνοιξη κι η ψυχή σου χορεύει σαν παπαρούνα στο δροσερό αεράκι… κάπου εκεί που το μυαλό κάνει μιά μικρή παύση, έρχεται μία εικόνα. Στην αρχή είναι ευχάριστη. Προσπαθεί να σε ξεγελάσει, βλέπεις. Την καλοδέχεσαι και ονειροπολείς. Και πάνω που σε τυλίγει η ζεστασιά, συνειδητοποιείς τη σπατάλη σου και την ξέρα του τότε, το άγονο νησί που βρισκόσουν, ναυαγός θαρρείς, και σού κόβεται η ανάσα. Εκεί βουτάς τα κλειδιά του αυτοκινήτου, όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, και πας στη θάλασσα. Παίρνεις βαθιές ανάσες. Ρουφάς την ανοιξιάτικη αύρα της θάλασσας. Μπαίνει στα πενυμόνια σου και μοιάζει με την ευτυχία. Ίσως να μη μοιάζει και να είναι η ευτυχία… Ηρεμείς. Μιά μικρή κρίση ήταν. Πάει. Πέρασε. Εξάλλου, όλα πάνε ανέλπιστα καλά πιά, και είσαι ο εαυτός σου, αυτός που τόσοι άνθρωποι αγαπούν τόσα χρόνια.

Κάπως έτσι διανύουμε την Άνοιξη.

Με τα βαριά ρούχα να μπαίνουν στη ναφθαλίνη. Σαν εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Σαν κάποιον που κάποτε αγάπησες. Και βγαίνουν τα ελαφρύτερα. Καφές στη λιακάδα, και η αίσθηση του ήλιου να σε καίει στα ακάλυπτα σημεία, στο πρόσωπο, και να σε κάνει να νοσταλγείς, να αδημονείς πιό σωστά, για τις νύχτες του Αυγούστου. Του Ιούλη. Του Ιούνη. Του Μάη. Τις νύχτες που νιώθεις να σε τυλίγει η ζέστη της νύχτας και τα ερωτικά καλοκαιρινά φεγγάρια. Τις μέρες με ουζάκι, ταβλάκι και όλα τα μικρά, πολύτιμα πράγματα που τους βάζουμε ένα -άκι στο τέλος και το χαμόγελο καρφώνεται στο πρόσωπό μας.

Κάπως έτσι περνούν οι μέρες.

 Λιγοστεύει η ανάγκη να γράψω. Τα πολύ προσωπικά μου, με μολύβι και χαρτί πιά. Στην ανοιξιάτικη βεράντα. Τα σκαννάρω κιόλας και τα στέλνω στο αδελφάκι. «Ρε, γιατί δεν τα γράφεις αυτά στο μπλογκάκι σου;», με ρωτά. «Γιατί δεν θέλω να μη με καταλάβουν και, αντ’αυτού, να λάβω καλημέρες. Αφού με ξέρεις. Αφού βλέπεις», του απαντώ. «Και είμαι ο μόνος που τα διαβάζει τούτα τα διαμάντια;», με ρωτά. «Της ψυχής μου τα διαμάντια, ναι, είσαι ο μόνος. Αφού μπορείς να καταλάβεις».

Κάπως έτσι περνά η ζωή.

Και παρατηρώ γύρω μου. Οι άνθρωποι μοιάζουν λιγότερο στεναχωρημένοι. Δεν είναι πολύ σπουδαίο; Κάτι αλλάζει γύρω μας προς το καλύτερο, το νιώθω.

Κάπως έτσι περνά η εποχή.

Και βρίσκω ανθρώπους από την παιδική μου ηλικία. Γέλια, κακό, αναμνήσεις, πειράγματα, και η βεβαιότητα ανάμεσά μας πως δεν αλλάξαμε. «Γαμάτη ανακάλυψη;», ρωτά κάποιος που αγαπώ πολύ απ’τα τότε. «Περάσαμε τόσα και παραμείναμε ίδιοι στην ψυχή μας!». Συμφωνώ σιωπηλά φιλώντας τον στο μάγουλο και αγκαλιάζοντάς τον εγκάρδια.

Κάπως έτσι μέσα στα καλά.

Το κακό προσπαθεί να χαλάσει τα πράγματα. Κωφεύω και γυρίζω την πλάτη. Το μόνο που με στεναχωρεί πλέον είναι να αρρωστήσει δικός μου άνθρωπος. Πατέρα μου γλυκέ, περαστικό ήταν, είδες που σ΄τα έλεγα, παραπονιάρικό μου; Όσο υπάρχω θα φροντίζω να είσαι καλά, γιατί μέσα μου η μισή μου ψυχή είσαι εσύ. Η άλλη μισή η μάνα.

Κάπως έτσι προχωράμε.

Διανύουμε την αγαπημένη μου περίοδο του χρόνου. Τη σαρακοστή και την πορεία προς το Άγιο Πάσχα. Νηστεύοντας και προσπαθώντας να μην σφαλιαρίσω τους κολλητούς μου που τρώνε τυρί, κρέας, ενώ εκείνοι με πειράζουν ανελέητα. «Το σημαντικό είναι να προσέχουμε και την τροφή που μπαίνει στο στόμα μας, αλλά το κυριότερο, τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα μας», συμφωνήσαμε με εκείνον που αγαπώ πολύ και θα γελάσει διαβάζοντας το κείμενο, και υποσχεθήκαμε να μην πούμε κακιά κουβέντα βλέποντας ποδόσσφαιρο…

Κάπως έτσι πετώ στα σύννεφα.

Χαμογελώντας. Ελπίζοντας. Ονειρεύοντας. Χορεύοντας. Νιώθοντας την Άνοιξη και νοσταλγώντας… όλα όσα είναι μπροστά μου για να ζήσω. Κι είναι τόσο όμορφα!

Θες και τίτλο;

•3 Μαρτίου, 2008 • 8 Σχόλια

wet-feather.jpg

Ζήτησα βροχές και ο χειμώνας μού έφερε λίγες… Ίσα να μπορέσω να ονειρευτώ ξανά και να ξεπεράσω τη συνήθεια. Ναι, καλά διαβάζεις. Μού πήρε τέσσερεις μήνες να απαλαγώ από τη συνήθεια και να παραδεχτώ σε μένα την ίδια πως άλλο ό,τι πραγματικά επιθύμησες, κι άλλο αυτό που συγκυριακά σού έτυχε και συνήθισες. Μην τα μπλέκεις. Και ποτέ μην υποτιμάς τη δύναμη της συνήθειας…

Ζήτησα χιόνι και ο χειμώνας μου το χάρισε. Πόσο όμορφα ήταν όλα! Με αιφνιδίασε καθώς οδηγούσα, όταν λευκές άπειρες τελείες επιτίθονταν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου κι εγώ επέστρεφα σπίτι, ύστερα από μία κόκκινη νύχτα κοντά σου. Ένιωσα σαν μικρό παιδί! Κι όταν τα πάντα ντύθηκαν λευκά, απέμεινα για ώρες σιωπηλή να κοιτάζω έκθαμβη τα γνώριμα τοπία ντυμένα στο απόλυτο, ένα λευκό τόσο καθάριο που μού τύφλωνε τις εικόνες και με άφηνε εκστασιασμένη. Άκουγα τη φωνή σου, θαρρείς ενσωματωμένη στο απόλυτο λευκό, και ταξίδευα μέσα σ’αυτή την άβυσσο, θαρρείς κι εγώ μία ακόμη νιφάδα που στροβιλιζόταν χαρούμενη. Ξάπλωνα στην αγκαλιά σου και κοίταζα το λευκό τοπίο, και ο χρόνος έκανε παιχνίδια στο συνειδητό μου.

…Κι εγώ σιωπούσα, κι εσύ μιλούσες. Πάντα έτσι δεν ήταν μ’εμάς τους δύο; Εσύ να βάζεις ενέχυρο την ευτυχία, κι εγώ τον πόνο υποθήκη. Εσένα σε ξεκούφαινε η ησυχία μου, κι εγώ έψαχνα πανικόβλητη τους ήχους στα κενά της κάθε σου λέξης…

Κι ύστερα ζήτησα ήλιο. Ζέστη. Με κούρασε ο χειμώνας, σου εξομολογήθηκα. Κι εσένα το ίδιο. Κι ήρθαν οι μέρες να ζεστάνουν, να λουστούν στο φως. Κι έπιασε η ψυχή μου και ζέστανε και τυλίχτηκε μέσα μου σαν το μωρό που κουρνιάζει να κοιμηθεί και να νιώσει ασφάλεια.

Και μετά μιά μέρα που θέλω να ξεχάσω, μιά μέρα που η δυσκολία της και το γεγονός που κυριάρχησε με έκαναν να καταλάβω πόσο περισσότερο απ’οσο νόμιζα αγαπάω μιά φίλη μου, αδελφή ψυχή. Της χάιδευα το μέτωπο καθώς προσπαθούσε να κοιμηθεί και η παγωνιά ενός γεγονότος έγινε φωτιά αγάπης, και γλύκανε τη δικιά μας εκείνη παγωνιά, αλήθεια θα την ονοματίσω, δυό χρόνια πριν, εκείνη που προσπαθώ να ξεπεράσω κι εσύ έμαθες προχθές με τρόπο παράδοξο. Και έτσι, μεγαλώνουμε για μία ακόμη φορά, μαζί και χώρια, όπως κάνουμε από όταν εγώ ήμουν εικοσιενός κι εσύ εικοσιπέντε. Πώς περνάν τα χρόνια, μάτια μου…

…Κάπως έτσι οι μέρες περνούν, κοντά και μακριά σου, χαμένη σε αβέβαιες καλημέρες και ανήσυχες καληνύχτες. Τις καλησπέρες τις αφήσαμε στα πρέπει. Κρύφτηκες σε μιά σιωπή που μού επιτρέπει επιτέλους να αφουγκραστώ, και απειλεί να με τρομοκρατήσει. Εγώ χαμογελώ κι εσύ ψάχνεις να δεις τί κρύβεται από πίσω. Λες και παίζουμε κρυφτό.

Κι όσα έχω αφαιρέσει από τις προτεραιότητές μου, τα γράφει ο φίλος μου που ταξιδεύει στις σελίδες. Διάβασε τον, θα σε ταξιδέψει, θα σε ξυπνήσει από το δικό σου λήθαργο, θα σε ταρακουνήσει. Αυτό κάνει όσα χρόνια τον ξέρω. Κρύβει τη σοφία του πίσω από λόγια ελάχιστα, μα το μυαλό του παίρνει χίλιες στροφές. Η ψυχή του ταξιδεύει, είναι από μόνη της βιβλίο, σελίδες άπειρες, όσο κι αν διαβάζεις θέλεις κι άλλο, αδηφάγα τα μάτια, διψασμένη η ψυχή. Βάζει κι εκείνος ενέχυρο την ευτυχία και υποθήκη τον πόνο. Καλή σου ανάγνωση, θα τον απολαύσεις όσο κι εγώ, είμαι σίγουρη…

Πόσο μοιάζουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας… Σαν πολύχρωμα καθρεφτάκια, σαν ψηφιδωτά, σαν τις μπίλιες τις χρωματιστές, τα γκαζάκια που παίζαμε μικρά. Ο τεχνίτης την κάνει τη ζημιά… Κατανόηση τον λένε θαρρώ…

Να’ξερες πόσο…

•11 Φεβρουαρίου, 2008 • 13 Σχόλια

winter-symphony.jpg

Ζήτησα την αλλαγή στα νερά μου κι εσύ σήκωσες ένα κύμα χειμωνιάτικο, γεμάτο δροσιά, τέτοιο, που καθάρισε όσα δεν χρειαζόταν η ψυχή μου και επανέφερε τους θησαυρούς μου στο βυθό σου. Και ζέστανα. Να’ξερες πόσο…

Ζήτησα κάτι λαμπερό και πολύτιμο κι εσύ έπιασες το χέρι μου στο δικό σου, τεντώσαμε τους δείκτες μας προς τον ουρανό και «αγγίξαμε» τον μαύρο καμβά του χειμωνιάτικου ουρανού στο σημείο που μία ασημένια κουκκίδα άφηνε τη δική της μικρή, μοναδική λάμψη. Χαμογέλασα με νοσταλγία. «Θυμάσαι;» μού ψιθύρισες στ’αυτί. «Θυμάμαι», απήντησα. «Πες το μου», επέμεινες. «Αυτό είναι το δικό μας αστέρι. Ό,τι κι αν γίνει, θα είμαστε πάντα μαζί, γιατί έχει κλειδώσει το όνειρό μου και το γέλιο σου», επανέλαβα με νοσταλγία τις λέξεις που μού είχες πει τρία χρόνια πριν. «Κι αν το αστέρι πέσει;» σε είχα ρωτήσει τότε με φόβο. Αυτό σε ρώτησα και τώρα. «Η αγάπη δεν συνάδει με τους νόμους της φύσης. Είναι κάτι το υπερφυσικό, το εξωπραγματικό, το παραμυθένιο. Το δικό μας αστέρι θα είναι για πάντα καρφιτσωμένο στον ουρανό, και θα είναι πάντα ορατό σε όποιο σημείο της γης κι αν βρισκόμαστε εσύ κι εγώ, είτε μαζί είτε χώρια», αποκρίθηκες. Και έλαμψα. Να’ξερες πόσο…

Ζήτησα ένα μέρος να με κρύψει, να με ζεστάνει, να με κλέψει από την πεζή πραγματικότητα, κι εσύ μου έδωσες την αγκαλιά σου, που κατάφερε να κλειδώσει όλα όσα φοβόμουν και να ξεκλειδώσει όλα όσα επιθύμησα. Και ησύχασα. Να’ξερες πόσο…

Ζήτησα να διώξω την αμφιβολία του ποτέ και να καλωσορίσω τη γλύκα του πάντα, κι εσύ έπιασες το χέρι μου και το ακούμπησες στο στήθος σου, στο μέρος της καρδιάς. «Για όσο χτυπά» μου είπες, και συντάραξες τον μικρόκοσμο της ατομικότητάς μου. «Για πόσο θα χτυπά;» σε ρώτησα. «Για όσο θα είσαι κοντά της να της δίνεις νόημα». «Και για πόσο θέλεις να είμαι κοντά σου;», επέμεινα. «Για όσο ο ουρανός θα φωτίζεται από το δικό μας αστέρι. Για πάντα.» Και γλύκανα. Να’ξερες πόσο…

Αφιερωμένο σε Εκείνον, στο όνειρο που δεν έχει τέλος γιατί έχει τυλιχτεί σε όλα όσα πόθησα και γνώρισα κοντά του.

Τούτη τη φορά, δεν θα φύγω. Σ’ το υπόσχομαι.

Σίεν Μίεν*

•1 Φεβρουαρίου, 2008 • 12 Σχόλια

memoirs_geisha.jpg

*η κινέζικη τέχνη του να διαβάζεις την έκφραση του προσώπου.

**********************************************************

-Τί κοιτάζεις;

-Μία φωτογραφία. Ένα πρόσωπο. Το παρατηρώ. Το εξετάζω.

Κοίταξε πάνω από τον ώμο μου.

-Μμμμ. Το έχεις ξαναδεί αυτό το πρόσωπο;

-Όχι. Πρώτη φορά. Πρέπει να είναι καταπληκτικός άνθρωπος. Όμως δεν είναι γελαστός. Συμφωνείς;

Ξαφνιάστηκε.

-Γελαστός; Ε… εντάξει, δεν θα μπορούσα να πω πως είναι κι από εκείνους τους ανθρώπους που γελούν άσκοπα όλη την ώρα χωρίς λόγο, αλλά δεν είναι…

Σκέφτηκε. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε ποτέ ακούσει το γέλιο του προσώπου της φωτογραφίας.

-Γελά, αλλά δεν γελά. Δεν μ’αρέσει αυτό. Κάποιος θα έπρεπε να μάθει αυτόν τον άνθρωπο να γελά, δεν συμφωνείς; τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον πάνω από τον ώμο μου. Έμεινε για λίγο σκεπτικός, σαν να ζύγιζε το ενδεχόμενο…

-Είναι ένας άνθρωπος αγαπητός σε πολλούς. Είμαι βέβαιος. Εσύ πώς κατάλαβες πως δεν γελά; με ρώτησε κοιτώντας με με απορία.

-Σίεν Μίεν. Κάποτε ασχολήθηκα μ’αυτό. Πάνε πολλά χρόνια από τότε.

-Για λίγο θα έπαιρνα όρκο πως βασίστηκες για πολλοστή φορά στη διαίσθησή σου, παρατήρησε.

Μείναμε για πολλή ώρα σιωπηλοί. Αυτό άλλωστε δεν κάναμε πάντα; Και μετά, πάντα ξεκινούσαμε ένα λεκτικό παιχνίδι αιφνιδιασμού.

-Μ’αγαπάς;

Σιώπησα.

 -Καμιά αγάπη δεν μοιάζει με εκείνη που μόνο η κόψη του σπαθιού μπορεί να στερήσει…

-Η στέρηση είναι όντως ένα πρόβλημα, είπα γελώντας, περισσότερο για να κρύψω την αμηχανία μου. Πιστεύεις πως υπάρχει λύση και στη στέρηση;

-Πάντα υπάρχει σωστή λύση, αρκεί να εξετάσεις το πρόβλημα απ’τη σωστή του πλευρά…

-Τί θέλεις να σου απαντήσω;

-Αυτό που θέλεις εσύ. Δεν έχει νόημα να μού δώσεις την απάντηση που θέλω να ακούσω εγώ.

-Δώσ’τους αυτό που θέλουν κι εκείνοι θα σου δώσουν αυτό που θέλεις εσύ. Εσύ δεν μού το έμαθες αυτό;

-Ναι εγώ. Αν και διατηρώ βάσιμες αμφιβολίες για το αν και κατά πόσο το εφαρμόζεις, ειδικά και γενικά.

-Μόνο όταν θέλω πραγματικά. Μόνο όταν υπάρχει λόγος σοβαρός. Μόνο όταν αξίζει να ασχοληθώ. Μόνο όταν η πρόκληση αγγίζει τη διαίσθηση, κι η διαίσθηση την πρόκληση.

-Τί σε προκαλεί; Τί διαισθάνεσαι;

-Εδώ είσαι κι εδώ είμαι. Θα δείξει. Πάντα αυτό δεν γίνεται, άλλωστε; τον ρώτησα χαμογελώντας.

-Πάντα… Μ’αρέσει το πάντα.

-Κι εμένα. Το ποτέ φοβόμουν πάντα.

-Το ξέρω. Κι εγώ.

Σιωπή. Σηκώθηκα.

-Φεύγω.

-Φιλί;

-Απαίτηση;

-Όχι. Προϋπόθεση. Χωρίς φιλί δεν έχει έξοδο. Θα μείνεις αιχμάλωτή μου για πάντα, είπε μισο-σοβαρά, μισο-αστεία.

*******************************************************

Μπήκα στο αμάξι μου. Πληκτρολόγησα το μήνυμα και το έστειλα. Η αναφορά παράδοσης ήρθε. Το μήνυμα έλεγε…

-«Δεν υπάρχει αγάπη άλλη, που να μπορεί να πεθάνει απ’την κόψη ενός σπαθιού», επανέλαβε το περιεχόμενο του μηνύματος που μόλις τού είχα στείλει. Κοίτα στο παράθυρο, γιατί δυστυχώς το χαμόγελό μου δεν μπορείς να το δεις από το τηλέφωνο.

-Θα είμαι στη θάλασσα. Έλα να μού χαμογελάσεις εκεί.

-Μιά στιγμή! Μην κλείνεις! Θα έρθω, αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι προηγουμένως.

-Τί;

-Από τη στέρηση που ανέφερα εγώ, εσύ μεταπήδησες στο θάνατο. Αυτό σημαίνει τέλος; Ποτέ; Ακυρώνεις το πάντα;

-Κάθε τέλος κι αρχή. Κάθε αρχή και τέλος. Τίποτα δεν έχει διάρκεια. Αυτό το έμαθα πρόσφατα από μία φίλη που αγαπώ πολύ. Άλλωστε το μήνυμά μου είναι προέκταση του δικού σου, αν το καλοσκεφτείς.

-Πάντως εγώ την απάντηση που ήθελα να πάρω την πήρα, είπε ξαφνικά.

-Εγώ δεν είπα κάτι.

-Λεκτικά όχι. Σίεν Μίεν. Το διάβασα στο πρόσωπό σου… Πήγαινε στην παραλία. Θα σε συναντήσω εκεί σε ένα τεταρτάκι περίπου. Θέλεις να φέρω κάτι;

-Μόνο το χαμόγελό σου..